- ἠερόπλαγκτος
- ἠερό-πλαγκτος, ον,A wandering in mid air, ib.7.8, Man.4.509.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηερόπλαγκτος — ἠερόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + πλαγκτος (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ. αλί πλαγκτος, πολυ πλαγκτος] … Dictionary of Greek
ἠερόπλαγκτον — ἠερόπλαγκτος wandering in mid air masc/fem acc sg ἠερόπλαγκτος wandering in mid air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερόπλαγκτοι — ἠερόπλαγκτος wandering in mid air masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)